- στοαοροφή
- στοαοροφή, ἡ,A portico-roof, BCH28.78 ([place name] Tralles).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοαοροφή — ἡ, Α οροφή στοάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοά + ὀροφή] … Dictionary of Greek